πλήσκω

πλήσκω
Μ
1. πλήττω
2. εκφοβίζω, αποθαρρύνω κάποιον
3. στενοχωριέμαι πάρα πολύ, αδημονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ρ. πλήσσω με το ενεστωτικό επίθημα -σκω, με σκοπό να δηλωθεί σαφέστερα το θ. τού ενεστ. και να αντιδιασταλεί προς τους άλλους χρόνους (πρβλ. λούζω - λούσκομαι, μυρίζω - μυρίσκουμαι, ξύω - ξύσκουμαι, ποτίζω - ποτίσκουμαι κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρήσκω — ΝΜ πρήζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ρ. πρήθω, πίμπρημι με το ενεστωτικό επίθημα σκω, με σκοπό να δηλωθεί σαφέστερα το θ. τού ενεστ. και να αντιδιασταλεί προς τους άλλους χρόνους (πρβλ. λούζω λούσκομαι, μυρίζω μυρίσκουμαι, πλήσσω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”